θαμβώνω

θαμβώνω
βλ. θαμπώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ …   Dictionary of Greek

  • θάμβωση — η βλ. θάμπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμβώνω. Η λ. στον λόγιο τ. θάμβωσις μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • θαμβωτικός — ή, ό βλ. θαμπωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμβώνω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”